χαβαλάς

χαβαλάς
ο, Ν
βλ. χαβαλές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαβαλές — και χαβαλάς, ο, Ν 1. επίσαγμα, επίστρωμα σε υποζύγιο 2. ναυτ. το φορτίο που είναι τοποθετημένο στο επάνω κατάστρωμα 3. μτφ. (για πρόσ.) α) ενοχλητικό βάρος β) αυτός που αρέσκεται στο να δέχεται και, κυρίως, να κάνει αστεία γ) επιπόλαιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”